- διδυμανωρ
- διδυμάνωρδῐδῠμ-άνωρ-ορος adj. касающийся двоих мужей
διδυμάνορα - v. l. δίδυμ΄ ἀγανόρεα - κακά Aesch. — бедствия, постигшие двоих
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διδυμάνορα - v. l. δίδυμ΄ ἀγανόρεα - κακά Aesch. — бедствия, постигшие двоих
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δίδυμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (AM δίδυμος, η, ον και δίδυμος, ον) 1. αυτός που γεννήθηκε με έναν… … Dictionary of Greek